Giorgos Seferis, ”Hampstead”
Ca o pasăre cu aripa ruptă
care ar fi călătorit ani de zile prin aer,
ca o pasăre
care n-a mai putut să înfrunte
văzduhul și furtuna
așa cade după-amiaza.
Pe iarba verde
trei mii de îngeri
goi ca oțelul
dansaseră toată ziua
după-amiaza e pală;
cele trei mii de îngeri
și-au adunat aripile
și au făcut
un câine uitat
care latră
la un călugăr
și-și caută stăpânul
vreun os
ori sfarsitul lumii.
Ceva liniște
caut acum și eu
o colibă pe un deal sau pe o plajă
mi-ar fi de ajuns
la fereastră
un cearșaf înmuiat în sineală
întins ca marea
mi-ar ar fi de ajuns
chiar și o garoafa falsă
în glastră
pe un fir de sârmă o hârtie roșie
s-o stăpânească vântul
unde și cât ar vrea el.
S-ar lăsa seara, ar veni turmele
și-ar coborî la staulul lor
ca un gând foarte simplu și fericit
și aș adormi și eu
fiindcă n-aș fi avut
măcar o lumânare
ca să aprind
o lumină
și să citesc.
-traducere de Catalina Franco-
______________________________
Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα
που θα ’χε χρόνια μέσα
στον αγέρα ταξιδέψει σαν ένα πουλί
που δεν μπόρεσε να βαστάξει
τον αγέρα και τη φουρτούνα
πέφτει το βράδυ.
Πάνω στο πράσινο χορτάρι είχαν χορέψει
όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι γυμνοί
σαν ατσάλι, πέφτει το βράδυ χλωμό·
οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι μαζέψαν
τα φτερά τους και γενήκαν ένα σκυλί
ξεχασμένο που γαβγίζει
μοναχό και γυρεύει τον αφέντη
του ή τη δευτέρα παρουσία ή ένα κόκαλο.
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου ’φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο ή
σε μια ακρογιαλιά θα
μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό
μου ένα σεντόνι
βουτημένο στο λουλάκι απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου ’φτανε στη γλάστρα
μου έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι έτσι
που να μπορεί ο αγέρας ο αγέρας να
το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα ’πεφτε το βράδυ τα κοπάδια
θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη και
θα ’πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα ’χα ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,
φως,
να διαβάσω.